ὑπιοῦσα

ὑπιοῦσα
ὕπειμι 1
sum to be under
pres part act fem nom/voc sg (doric)
ὕπειμι 2
ibo
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ύπειμι — (I) Α 1. υπεισέρχομαι, εισχωρώ κρυφά 2. καταλαμβάνω αιφνίδια («ἡ τυραννὶς ὡς λάθρᾳ γ ἐλάμβαν ὑπιοῡσά με», Αριστοφ.) 3. (για πρόσ.) αποκτώ με επιτήδειο τρόπο την εύνοια κάποιου («οὕτω γὰρ ὑπῄει τὸ μειράκιον αὐτόν», Πλούτ.) 4. αναχωρώ σιγά σιγά ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”